- τσιγκούνης
- avare
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τσιγκούνης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.), φιλάργυρος, σφιχτοχέρης, σπαγκοραμμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάγκος — και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν 1. πολύ λεπτό σχοινί 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ απόσπαση τού α συνθετικού από το συνθ … Dictionary of Greek
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
ακριβάνθρωπος — ο ο τσιγκούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβός + άνθρωπος] … Dictionary of Greek
ατσίγγανος — ο [Αθίγγανος] 1. αθίγγανος, γύφτος, κατσίβελος 2. (συνκδ.) α) αυτός που αλλάζει συνέχεια διαμονή β) ακάθαρτος, βρόμικος, ακατάστατος γ) λαίμαργος, πειναλέος δ) φιλάργυρος, τσιγκούνης ε) σιδηρουργός, γύφτος, χαλκιάς … Dictionary of Greek
καρδαμογλύφος — καρδαμογλύφος, ὁ (Α) αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο γλύφος, λιθο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] … Dictionary of Greek
κνιπός — κνιπός, ή, όν (AM) φιλάργυρος, τσιγκούνης αρχ. ακριβός. επίρρ... κνιπῶς (Α) με φιλάργυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ «σκνίπα». Η μτφ. σημ. λόγω τής βουλιμίας τών εντόμων] … Dictionary of Greek
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) … Dictionary of Greek
σπαγκοραμμένος — και σπαγγοραμμένος, η, ο, Ν 1. ραμμένος με σπάγκο 2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)] … Dictionary of Greek